δίκοπος

δίκοπος
-η, -ο
1. (για κοφτερό όργανο) αυτός που μπορεί να κόβει και με τις δύο άκρες τής λεπίδας, δίστομος («δίκοπο μαχαίρι»)
2. για επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου αλλά μπορεί και να στραφεί εναντίον αυτού που τό χρησιμοποιεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίκοπος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο λεπίδες, αμφίστομος: Τη βρήκαν μαχαιρωμένη με δίκοπο μαχαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …   Dictionary of Greek

  • αμφίκοπος — η, ο (Μ ἀμφίκοπος, ον) αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κόπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …   Dictionary of Greek

  • αμφίτομος — ἀμφίτομος, ον (Α) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τομος < τέμνω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθηγής — ἀμφιθηγής, ές (Α) ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θηγής < θήγω*] …   Dictionary of Greek

  • αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …   Dictionary of Greek

  • δίθηκτος — δίθηκτος, ον (Α) (για ξίφος) δίκοπος, δίστομος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”